ΙΔΟΥ Η ΠΙΟ ΩΡΑΙΑ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΠΩΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΓΙΝΕΣΑΙ.

esq2το 1823 ο λόρδος Βύρωνας επέστρεφε στην Ελλάδα προκειμένου να ενισχύσει με διάφορους τρόπους τον αγώνα ίων Ελλήνων ενάντια στα δεινά της εποχής. Αντίθετα με άλλους φιλέλληνες, οι οποίοι είχαν την εντύπωση πως σ’ αυτό τον τόπο κατοικούν άξιοι απόγονοι του Ομήρου και του Περικλή, ο Μπάιρον ήταν ένας από τους ελάχιστους ξένους φίλους μας με πλήρη επίγνωσπ της ελληνικής παθογένειας. Ο περίφημος Βρετανός φιλέλληνας αγάπησε τους ανθρώπους αυτού του τόπου γι αυτό που είναι στ’ αλήθεια, όχι γι’ αυτό που ήταν κάποτε ή γι’ αυτό που όφειλαν να είναι. Να λοιπόν γιατί αιώνες μετά μια συμπατριώτισσα του, η συγγραφέας και δημοσιογράφος Βικτόρια Χίσλοπ. θεωρείται χωρίς δεύτερη σκέψη η καλύτερη σύγχρονη συνέχεια του λόρδου Βύρωνα. Το γεγονός μάλιστα ότι πρόκειται για μια «εξωτερική βοήθεια» με την οποία δεν έχουμε καμία άμεση οικονομική συναλλαγή την κάνει ακόμα πιο αληθινή και ανιδιοτελή φίλη μας  ο λόρδος είχε δώσει και μερικά έντοκα δανειάκια στον Μαυροκορδάτο.

«Θα έλεγα ότι οι περισσότεροι Έλληνες φίλοι μου δουλεύουν πολύ πιο σκληρά από τους Βρετανούς φίλους μου και με πολύ μικρότερες αμοιβές» είπε πρόσφατα όταν ζητήθηκε η γνώμη της σχετικά με το αν είμαστε όντως ένας κακομαθημένος και ανεπρόκοπος λαός.Όσο για την ταμπέλα «κακοπληρωτές», η Χίσλοπ επιβεβαιώνει πως εκείνη έχει να μιλήσει μόνο για ανθρώπους οι οποίοι «σκοτώνονται» φωναχτά στις παρέες για το ποιος θα πρωτοπληρώσει. Και συνεχίζει λέγοντας ότι όσοι μας χαρακτηρίζουν τεμπέληδες απλά μας ζηλεύουν για τον καιρό μας. «Κι εμείς θα ήμασταν εξίσου τεμπέληδες αν είχαμε πανέμορφα θερμά καλοκαίρια και καταγάλανες παραλίες» λέει. Τηβηκδ, νΐοτοηπ.

Η Βικτόρια Χάμσον γεννήθηκε στο Κεντ το 1959, μεγάλωσε στο Τόνμπριτζ, σπούδασε στην Οξφόρδη και εργάστηκε για μια εικοσαετία ως δημοσιογράφος. Στα τέλη του ’80 παντρεύτηκε τον εκδότη Ίαν Χίσλοπ και απέκτησε μαζί του την ‘Εμιλι και τον Ουίλιαμ.Ήταν αμέσως μετά τη γέννηση του πρώτου της παιδιού, όταν αποφάσισε πως οι δημόσιες σχέσεις και η δημοσιογραφία της καρέκλας δεν είχαν να της προσφέρουν κάτι άλλο. Κάπως έτσι άρχισε να ταξιδεύει

 

σε όλο τον κόσμο ως ταξιδιωτική ρεπόρτερ. Το 2005 ολοκλήρωσε το πρώτο της βιβλίο, μια ανθρώπινη ιστορία για ένα καταραμένο κομμάτι γης, τη Σπιναλόγκα.

Το Νησί κατατάσσεται πλέον στα 100 βιβλία που καθόρισαν τη δεκαετία. Η επιτυχία του έκανε τους παραγωγούς του Χόλιγουντ να της ζητήσουν τα δικαιώματα για τη δημιουργία μιας ταινίας. Παρά την παχυλή αναμενόμενη αμοιβή, η Χίσλοπ αρνήθηκε γιατί φοβήθηκε πως οι Αμερικανοί θα μετέτρεπαν την ιστορία της σε ταινία τρόμου. Και επειδή η Χίσλοπ εμπιστεύεται τους Έλληνες, παραχώρησε τα δικαιώματα σε έναν εγχώριο τηλεοπτικό σταθμό.

Δεν είναι ότι έχει μια ωραιοποιημένη εικόνα για μας. Μια χαρά αναγνωρίζει και τα χούγια και τα στραβά μας. Δείχνει όμως κατανόηση, δικαιολογεί, γιατί έχει ψάξει την πηγή των δεινών. Πιστεύει ότι ο Έλληνας είναι μια σκληρή ταυτότητα. «Ούτε καν διανοούμαι νασυγκρίνω τα όσα έχει περάσει η Ελλάδα μετη Μεγάλη Βρετανία. Ανταλλαγή πληθυσμών, κατοχή, εμφύλιος, δικτατορία και άλλες τόσες που δεν έχουν τέλος» έχει πει,

Η Χίσλοπ έχει έρθει τόσο κοντά σ’ αυτό που αγαπάει γιατί το έχει ψυχολογήσει ψύχραιμα τόσο στη χαρά όσο και στη λύπη του. Οι χαρακτήρες της αποδίδονται τόσο ελληνικά σε νοοτροπία και συμπεριφορά, που μοιραία εκπλήσσεσαι από την αυθεντικότητα τους. Στο νέο της βιβλίο, τον Τελευταίο χορό (εκδ. Διόπτρα), αφηγείται σύντομες ιστορίες βγαλμένες από τη ζωή στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Αποσπάσματα και μνήμες από τη φλεγόμενη Αθήνα του 2008, μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, διηγήματα με φόντο χωριά ορεινά και παραθαλάσσια, ακόμα και από την Κύπρο/Ερωτας, αξίες και παράδοση όχι τυχαία τοποθετημένα και σε καμία περίπτωση αφελώς ρομαντικά.Όταν ένας συγγραφέας γράφει με έναν τόσο βαθύ τρόπο για έναν τόπο και χρόνο μη βιωμένο, δύο πράγματα έχουν συμβεί ταυτόχρονα. Το ένα είναι ότι έχει διαβάσει την ιστορία του. Το δεύτερο ότι ξέρει να διαβάζει τους ανθρώπους. Οι ήρωες της ζουν στα πιο ψηλά απομακρυσμένα βουνά και στις πιο πολύβουες γειτονιές της πόλης. Τη φαντάζεσαι να κάθεται δίπλα τους και να τους παρατηρεί προσεκτικά.

Κάθε καλοκαίρι η Χίσλοπ αποχαιρετά τα παιδιά της, που είναι φοιτητές, και το σύζυγο, που εργάζεται απαιτητικά, και για έξι βδομάδες μετακομίζει στο σπίτι της στην Κρήτη, όπου μεταμορφώνεται σε μια σύγχρονη Ελληνίδα. Θα σηκωθεί το πρωί, θα πιει τον καφέ της βλέπονταςτη θάλασσα και στη συνέχεια θα κάνει γυμναστική. Στην πορεία της μέρας θα κολυμπήσει, θα γράψει το άρθρο της για την Οαϊΐγ ΤβΙββταρϊι ή ίσως την αρχή ενός ακόμα βιβλίου, θα συναντήσει τους φίλους της και με την πρώτη ευκαιρία θα πιει κρύο λευκό κρασί ακούγοντας ελληνική μουσική  ποπ, Χατζηγιάννη κατά προτίμηση (δηλώνει φανατική θαυμάστρια του}. Σε κάποιο παραδοσιακό γλέντι ίσως σπκωθεί να χορέψει κρητικά. Και όταν ο καιρός περάσει, θα επιστρέψει στη βρετανική βάση της. όπου θα συνεχίσει να διαβάζει ελληνικήγραμματική σε καθημερινή βάση. Το προτιμά από το να διαβάζει Σέξπιρ.