«Είναι πολύ σκληρό να είσαι Ελληνας»

1sugg111Η Βρετανίδα συγγραφέας μιλά στο «Θέμα»,το οποίο εξασφάλισε την προδημοσίευση αποσπάσματος του εμπνευσμένου από την Κύπρο διηγήματος «Αλλιώτικο δέντρο» από τη γεμάτη Ελλάδα συλλογή της με τίτλο «Ο Τελευταίος Χορός»

«Κάθε φορά που γράφω για την Ελλάδα (είτε πρόκειται για μυθιστόρημα είτε για μικρότερης μορφής αφήγημα), θέλω στην πράξη να αφηγηθώ μια ιστορία, να πάρω τον αναγνώστη από το χέρι και να διεγείρω με κάτι νέο τη φαντασία του.

Επειδή, όμως, οι πρώτοι μου αναγνώστες είναι πάντα οι συμπατριώτες μου, έχω πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου να ταξιδέψω στην αγαπημένη μου χώρα, να τους δείξω κάτι παράξενο, ενδιαφέρον και πανέμορφο και να τους κάνω να καταλάβουν κάπως καλύτερα την Ελλάδα». Παρότι δεν έχουμε συνηθίσει τη Βρετανίδα συγγραφέα σε αυτό το συγκεκριμένο είδος των μικρών ιστοριών, η ίδια λέει ότι το χάρηκε με την καρδιά της να γράφει διηγήματα και προσωποκεντρικές αφηγήσεις που έχουν να κάνουν με τις άκρες του Ελληνισμού. «Το απόλαυσα πραγματικά καθώς τις έγραφα – και μου έγιναν στο τέλος κάτι σαν εξάρτηση, όπως ακριβώς ένα κομμάτι μπακλαβάς», εξομολογείται στο «ΘΕΜΑ».

Το καλύτερο όμως είναι ότι η Βικτόρια με τις ιστορίες της περνάει πάντα ένα θετικό μήνυμα για την Ελλάδα – τη χώρα που πιστεύει ακράδαντα ότι επιβιώνει από καταστροφές και πολέμους πάντα με το ηθικό της ανεβασμένο. «Πιστεύω πάντα ότι η Ελλάδα επιβιώνει και βγαίνει πιο δυνατή στο τέλος. Το κατάλαβα τελειώνοντας το τελευταίο μου μυθιστόρημα “Το Νήμα”. Ο 20ός αιώνας ήταν μια σειρά από μεγάλες κρίσεις για την Ελλάδα: ανταλλαγή πληθυσμών, Κατοχή, Εμφύλιος, δικτατορία και άλλες τόσες που δεν έχουν τέλος.

Συνειδητοποίησα πως σχεδόν κάθε δεκαετία η χώρα έρχεται αντιμέτωπη με μια νέα πρόκληση. Ούτε καν διανοούμαι να συγκρίνω τα όσα έχει περάσει η Ελλάδα με την πατρίδα μου, τη Μεγάλη Βρετανία. Βέβαια, υπάρχουν εξηγήσεις για όλη αυτή τη συνεχή αναταραχή που μαστίζει τη χώρα, καθώς η Ελλάδα σπανίως τελεί σε κατάσταση ειρηνικής νηνεμίας. Πάντα κάποιος “σεισμός” θα την κλονίσει. Κι αυτό από μόνο του σημαίνει ότι είναι πολύ σκληρό να είσαι Ελληνας». Της ζητάω να μου σχολιάσει την τωρινή κατάσταση σε Ελλάδα και Κύπρο (από όπου αφορμάται το σχετικό διήγημά της). «Νομίζω αντίστοιχη κατάσταση με την Ελλάδα ισχύει και στην Κύπρο καθώς η μοίρα των δύο χωρών είναι πολύ άμεσα αλληλεξαρτώμενη. Τουλάχιστον δεν μπορεί κανείς να πει ότι βαριέται. Σαφώς, στην περίπτωση της Κύπρου έχουν σημειωθεί δραματικά λάθη. Αλλά αυτοί που εντέλει τα υπομένουν είναι οι απλοί πολίτες, οι καθημερινοί άνθρωποι που δέχονται το πλήγμα. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στην Ελλάδα. Και αυτό είναι αδυσώπητο. Τα πραγματικά θύματα είναι οι πολίτες. Η ύφεση και η ανεργία είναι τα απτά αποτελέσματα των αποφάσεων που λάμβαναν πολιτικοί και τραπεζίτες. Ας ελπίσουμε τουλάχιστον ότι κάποιοι πήραν το μάθημά τους από ό,τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, ώστε να σκεφτούν τι πρόκειται να ακολουθήσει και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Από την άλλη, ειδικά στην Ελλάδα υπάρχει μια αίσθηση ευρύτερης παρανόησης και αυταπάτης στον χώρο της πολιτικής και αυτό νομίζω ότι πρέπει επιτέλους να αλλάξει. Καλό είναι να εστιάζει κανείς στην υφιστάμενη κρίση και να αρχίσει τον ανασχεδιασμό του πώς μπορούν να γίνουν καλύτερα τα πράγματα στο μέλλον από το να μιλάει αφηρημένα και χωρίς αποτέλεσμα». Τι στρατηγικές, δηλαδή, πρέπει ακριβώς να υιοθετήσει η Ελλάδα;

«Είναι παραπάνω από επιβεβλημένη μια σωστή διαχείριση κρίσης, αλλά και απαραίτητος ένας στρατηγικός σχεδιασμός για ένα καλύτερο αύριο για όλους τους Ελληνες».

Η συγγραφέας του «Νησιού» γράφει για την Κύπρο

3dook… Ανηφορίζοντας το δρόμο στους λόφους πάνω από τη Λευκωσία, μπορούσαν να αγναντέψουν ως και τα πιο απόμακρα κομμάτια του νησιού, τα κατεχόμενα από την Τουρκία. Ο Αντρέας μιλούσε πολύ σπάνια για τη διχοτόμηση της χώρας του, αλλά βλέποντας τώρα αναπόφευκτα την τουρκική σημαία λαξευμένη προκλητικά στην απέναντι πλαγιά, η Κλαιρ δεν μπορούσε να μη φέρει στο μυαλό της την πολυτάραχη ιστορία.

Λίγο αργότερα έφτασαν στο χωριό του Αντρέα και ο δρόμος στένεψε. Τα κτίρια ήταν ζεστά και γραφικά, και τα περισσότερα αποτελούσαν ενδιαίτημα της ίδιας οικογένειας εδώ και πολλές γενιές. Πολλά από αυτά έδειχναν να στηρίζονται στα χοντρά κλαδιά κάποιας μπουκαμβίλιας ή κληματαριάς που είχε γίνει ένα με τους τοίχους.

«Να» είπε ο Αντρέας μόλις προσπέρασαν μια μπλε πόρτα. «Εδώ είναι».

Μια ηλικιωμένη γυναίκα, λεπτή, με χαρακτηριστικά πουλιού, φάνηκε στην πόρτα ενός από τα πιο μεγάλα σπίτια. Φάνταζε τόσο αδύνατη που θα ’λεγες ότι όπου να ’ναι θα τη σήκωνε ο αέρας. Είχε τα μπράτσα της σταυρωμένα μπρος στο στήθος της και το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο. Ωσπου διέκρινε τον γιο της. Και τότε έλαμψε λες και ξαναβγήκε ο ήλιος πίσω από το σύννεφο όπου είχε κρυφτεί.

Ο Αντρέας πάρκαρε το αυτοκίνητο σε ένα χέρσο χωράφι στην κορυφή του λόφου και οι δυο τους κατηφόρισαν προς το σπίτι του. Η μητέρα του περίμενε στο κατώφλι με τα χαμογελαστά τώρα μάτια της καρφωμένα στον γιο της. Και παρότι λεπτή σαν ξυλαράκι, η κυρία Μαρκίδη αγκάλιασε τον κανακάρη της με τόση δύναμη και τόση θέρμη που κόντεψε να τον πνίξει συνοδεύοντας τον εναγκαλισμό με διαχυτικά επιφωνήματα του τύπου «Αγγελε μου! Μάτια μου!» και ταυτόχρονα εξετάζοντας την Κλαιρ πάνω από τον ώμο του και εξακοντίζοντάς της ένα ατσαλένιο βλέμμα. Μ’ όλη τη ζέστη που έκανε εκείνη τη μέρα, η κοπέλα ένιωσε ένα παγωμένο χέρι να σφίγγει την καρδιά της.

Μπήκαν όλοι τους μέσα στο σπίτι και, λίγο-λίγο, τα μάτια της Κλαιρ συνήθισαν στο ημίφως. Το ζευγάρι κάθισε για λίγο αμήχανα γύρω από το τραπέζι ενώ η ηλικιωμένη μαυροφόρα είχε καταπιαστεί με κάτι στην κουζίνα. Η Κλαιρ κοίταξε ολόγυρα. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με τις ίδιες εικόνες που είχε δει και σε άλλα κυπριακά σπίτια, αλλά επιπλέον υπήρχαν κρεμασμένες και καμιά τριανταριά φωτογραφίες. Κάποιες ήταν γαμήλιες, αλλά οι περισσότερες ήταν επίσημα πορτρέτα ενός άντρα, όμορφου, με μουστάκι, που καμάρωνε ντυμένος τη στρατιωτική στολή του.

«Ο πατέρας σου;» ρώτησε η Κλαιρ.

«Ναι» απάντησε ο Αντρέας.

«Του μοιάζεις πολύ…»

«Ετσι λέει πάντα η μάνα μου. Δυστυχώς εγώ δεν τον θυμάμαι».

Η Κλαιρ ήξερε πως ο Αντρέας δεν είχε αδέλφια. Και τώρα έβλεπε πόσο πολύ λάτρευε και κανάκευε το μοναχοπαίδι της αυτή η μητέρα. Ξαφνικά αισθάνθηκε πολύ άβολα που βρισκόταν εκεί. Δεν ήταν μόνο η νοσταλγία για την πατρίδα της, ένα μέρος όπου ακόμα και αν δεν χιόνιζε ανήμερα τα Χριστούγεννα, υπήρχε τουλάχιστον μεγάλη πιθανότητα παγετού. Ηταν και που αισθανόταν ξένη εδώ, παρείσακτη, ιδίως σε αυτό το σπίτι.

Οσο έτρωγαν δεν μίλησε καθόλου. Στο μεταξύ, είχαν έρθει και κάποιοι άλλοι συγγενείς, ξαδέλφια με τα παιδιά τους, τρεις θείες και δυο πολύ ηλικιωμένοι θείοι. Η Κλαιρ χαμογελούσε οπότε της απηύθυναν τον λόγο, παρόλο που δεν είχε ιδέα τι της έλεγαν, και έπαιρνε ευγενικά κάτι από κάθε πιάτο που της πρόσφεραν -ώσπου δοκίμασε κι ένα αμπελοπούλι που είχε πιαστεί και σκοτωθεί άσπλαχνα στην παρθενική του πτήση. Δεν ήθελε να απογοητεύσει τον Αντρέα, όμως στο τέλος του γεύματος, όταν είχαν πιει και τις ζιβανίες και ήταν ώρα να φύγουν, η Κλαιρ ήταν εξουθενωμένη από την υπερπροσπάθεια να προσποιείται ότι περνούσε καλά. Η κυρία Μαρκίδη την αποχαιρέτησε με μια βιαστική χειραψία.

[…]

«Ποτέ δεν θα με αποδεχτεί η μητέρα σου» του είπε με ύφος παραίτησης. «Είμαι παρείσακτη εδώ – πάντα θα είμαι».

Τώρα έμπαιναν στη Λευκωσία. Η Κλαιρ έριξε μια ματιά έξω από το παράθυρο και παρατήρησε ότι περνούσαν έξω από την ίδια βιτρίνα όπου στεκόταν το πρωί, με τα ψεύτικα δέντρα και το χάρτινο χιόνι.

Την ίδια στιγμή συνειδητοποίησε ότι ο Αντρέας μόλις είχε στρίψει σε ένα δρόμο που απομακρυνόταν από την περιοχή της Λευκωσίας όπου έμενε εκείνη. Μετά από λίγο σταμάτησε το αυτοκίνητο.

«Θέλω να σε πάω κάπου», της είπε.

Περπάτησαν, χωριστά ο ένας από τον άλλο, σε ένα δρόμο φωταγωγημένο με γιορταστικά στολίδια, και στο βάθος η Κλαιρ διέκρινε ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Εστεκε καταμεσής του πεζοδρομίου και δεν ήταν στολισμένο με λαμπιόνια αλλά με κορδέλες. Οσο πλησίαζαν, η Κλαιρ παρατήρησε κάτι ακόμα πιο παράξενο.

Αντί για χριστουγεννιάτικες μπάλες, τα κλαριά αυτού του δέντρου στόλιζαν φωτογραφίες ασπρόμαυρες, κυρίως αντρών, με κάποιες λέξεις και μία χρονολογία στο κάτω μέρος της φωτογραφίας: 1974.

«Κοίτα» είπε ο Αντρέας. Η λεζάντα της φωτογραφίας που βαστούσε και της έδειχνε έγραφε «Γιώργος Μαρκίδης».

Ηταν ξεθωριασμένη και προφανώς κρεμόταν εκεί πολλά χρόνια.

«Μα γιατί εδώ είναι η φωτογραφία του;»

«Ο πατέρας μου είναι ένας από τους αγνοούμενους» της εξήγησε ο Αντρέας. «Οπως και χίλιοι πεντακόσιοι ακόμα που εξαφανίστηκαν όταν έγινε η τουρκική εισβολή στο νησί. Από τότε έχουν χαθεί τα ίχνη τους. Οι φωτογραφίες κρατούν ακόμα ζωντανή τη μνήμη τους».

Εκείνη την εποχή μόλις είχε γεννηθεί ο Αντρέας και η μητέρα του περίμενε και περίμενε, καρτερώντας κάθε μέρα τον άντρα της να γυρίσει. Κάθε μέρα άναβε ένα κερί στην εκκλησία και προσευχόταν, ενώ ταυτόχρονα πρόσφερε αφειδώς στο μοναχοπαίδι τους όλη την αγάπη που έτρεφε για τον άντρα της.

Η Κλαιρ άγγιξε επιφυλακτικά το μπράτσο του Αντρέα, από φόβο μην αποτραβηχτεί.

«Λυπάμαι πολύ» του είπε. «Επόμενο είναι να τρέμει μη σε χάσει. Το καταλαβαίνω απόλυτα».
Ο Αντρέας την κοίταξε και χαμογέλασε.

«Νομίζω πως δεν θα της πάρει πολύ χρόνο ώσπου να συνειδητοποιήσει ότι δεν πρόκειται να με πάρεις μακριά της. Αυτό είναι όλο» είπε.

Εμειναν να στέκονται εκεί και να ατενίζουν αυτό το αλλόκοτο χριστουγεννιάτικο δέντρο, που δεν ήταν εκεί μόνο Δεκέμβρη, αλλά κάθε μέρα του χρόνου, και η λαχτάρα της Κλαιρ για την Αγγλία εξαφανίστηκε στη στιγμή. Εδώ ήθελε να είναι, μακριά από την παγωνιά και τους πάγους, με αυτό το θαλπερό αεράκι γύρω της και με θέα αυτό το αχιόνιστο δέντρο.